Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄγρα
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
ἀγχέμαχος
ἄγχι
ἀγχίαλος
ἀγχιβαθής
ἀγχίθεος
View word page
ἀγρότης
ὁ
[ἀγρός.]
ShortDef
a country-man, rustic
Debugging
Headword:
ἀγρότης
Headword (normalized):
ἀγρότης
Headword (normalized/stripped):
αγροτης
IDX:
110
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.111
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[ἀγρός.]</p>'}