Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπήμβροτε
ἀπῆμεν
ἀπήμων
ἀπῆν
ἀπήνη
ἀπηνήναντο
ἀπηνής
ἀπήραξε
ἀπηύρα
ἀπήχθετο
ἀπήωρος
ἀπιθέω
ἄπιθι
ἀπινύσσω
ἄπιος
ἀπιστέω
ἄπιστος
ἀπίσχω
ἀπιών
ἁπλοΐς
ἄπνευστος
View word page
ἀπήωρος

[ἀπ-, ἀπο- 2 + ἠωρ-, ἀείρω.]

ShortDef

high in air

Debugging

Headword:
ἀπήωρος
Headword (normalized):
ἀπήωρος
Headword (normalized/stripped):
απηωρος
IDX:
1106
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1107
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 2 + ἠωρ-, ἀείρω.]</p>'}