Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπήμαντος
ἀπήμβροτε
ἀπῆμεν
ἀπήμων
ἀπῆν
ἀπήνη
ἀπηνήναντο
ἀπηνής
ἀπήραξε
ἀπηύρα
ἀπήχθετο
ἀπήωρος
ἀπιθέω
ἄπιθι
ἀπινύσσω
ἄπιος
ἀπιστέω
ἄπιστος
ἀπίσχω
ἀπιών
ἁπλοΐς
View word page
ἀπήχθετο

3 sing. aor. ἀπεχθάνομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπήχθετο
Headword (normalized):
ἀπήχθετο
Headword (normalized/stripped):
απηχθετο
IDX:
1105
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1106
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀπεχθάνομαι.</p>'}