Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπεχθάνομαι
ἀπέχω
ἀπεών
ἀπέωσε
ἀπήγαγε
ἀπηλεγέως
ἀπῆλθε
ἀπήμαντος
ἀπήμβροτε
ἀπῆμεν
ἀπήμων
ἀπῆν
ἀπήνη
ἀπηνήναντο
ἀπηνής
ἀπήραξε
ἀπηύρα
ἀπήχθετο
ἀπήωρος
ἀπιθέω
ἄπιθι
View word page
ἀπήμων
-ονος
[ἀ-1 + πῆμα.]
ShortDef
unharmed, unhurt
Debugging
Headword:
ἀπήμων
Headword (normalized):
ἀπήμων
Headword (normalized/stripped):
απημων
IDX:
1098
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1099
Key:
Data
{'content': '<p>-ονος</p> <p>[ἀ-1 + πῆμα.]</p>'}