Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄγραυλος
ἀγρέω
ἄγρα
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
ἀγχέμαχος
ἄγχι
ἀγχίαλος
View word page
ἀγρός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
fields, lands
Debugging
Headword:
ἀγρός
Headword (normalized):
ἀγρός
Headword (normalized/stripped):
αγρος
IDX:
108
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.109
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}