Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπερύκω
ἀπέρχομαι
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἄπεσαν
ἀπεσκέδασε
ἀπέσσομαι
ἀπέσσυτο
ἀπέστη
ἀπέστιχον
ἀπεστυφέλιξε
ἀπέτισε
ἀπέτραπε
ἀπευθής
ἀπέφθιθεν
ἀπέφθιτο
ἀπεχθαίρω
ἀπεχθάνομαι
ἀπέχω
ἀπεών
ἀπέωσε
View word page
ἀπεστυφέλιξε
3 sing. aor. ἀποστυφελίζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπεστυφέλιξε
Headword (normalized):
ἀπεστυφέλιξε
Headword (normalized/stripped):
απεστυφελιξε
IDX:
1081
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1082
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἀποστυφελίζω.</p>'}