Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγορητύς
ἀγός
ἀγοστός
ἄγραυλος
ἀγρέω
ἄγρα
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
ἀγυρτάζω
View word page
ἀγρόμενοι

pl. aor. pple. mid. ἀγείρω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρόμενοι
Headword (normalized):
ἀγρόμενοι
Headword (normalized/stripped):
αγρομενοι
IDX:
105
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.106
Key:

Data

{'content': '<p>pl. aor. pple. mid. ἀγείρω.</p>'}