Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπειρέσιος
ἀπείρητος
ἀπείριτος
ἀπείρων
ἀπεκείρατο
ἀπεκλανθάνω
ἀπέκοψα
ἀπεκρέμασε
ἀπέκρυψε
ἀπέκταμεν
ἀπέκτανε
ἀπέκτατο
ἀπέκτεινε
ἀπέλεθρος
ἀπελήλυθα
ἀπεμέω
ἀπεμνήσαντο
ἀπενάσσατο
ἀπένεικαν
ἀπέπεμψα
ἀπεπλάγχθη
View word page
ἀπέκτανε

3 sing. aor. ἀποκτείνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπέκτανε
Headword (normalized):
ἀπέκτανε
Headword (normalized/stripped):
απεκτανε
IDX:
1057
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1058
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀποκτείνω.</p>'}