Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄπειμι
ἀπειρέσιος
ἀπείρητος
ἀπείριτος
ἀπείρων
ἀπεκείρατο
ἀπεκλανθάνω
ἀπέκοψα
ἀπεκρέμασε
ἀπέκρυψε
ἀπέκταμεν
ἀπέκτανε
ἀπέκτατο
ἀπέκτεινε
ἀπέλεθρος
ἀπελήλυθα
ἀπεμέω
ἀπεμνήσαντο
ἀπενάσσατο
ἀπένεικαν
ἀπέπεμψα
View word page
ἀπέκταμεν
1 pl. aor. ἀποκτείνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπέκταμεν
Headword (normalized):
ἀπέκταμεν
Headword (normalized/stripped):
απεκταμεν
IDX:
1056
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1057
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. aor. ἀποκτείνω.</p>'}