Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπειρέσιος
ἀπείρητος
ἀπείριτος
ἀπείρων
ἀπεκείρατο
ἀπεκλανθάνω
ἀπέκοψα
ἀπεκρέμασε
ἀπέκρυψε
ἀπέκταμεν
ἀπέκτανε
ἀπέκτατο
ἀπέκτεινε
ἀπέλεθρος
ἀπελήλυθα
ἀπεμέω
ἀπεμνήσαντο
ἀπενάσσατο
ἀπένεικαν
View word page
ἀπέκρυψε

3 sing. aor. ἀποκρύπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπέκρυψε
Headword (normalized):
ἀπέκρυψε
Headword (normalized/stripped):
απεκρυψε
IDX:
1055
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1056
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀποκρύπτω.</p>'}