Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπειρέσιος
ἀπείρητος
ἀπείριτος
ἀπείρων
ἀπεκείρατο
ἀπεκλανθάνω
ἀπέκοψα
ἀπεκρέμασε
ἀπέκρυψε
ἀπέκταμεν
ἀπέκτανε
ἀπέκτατο
ἀπέκτεινε
ἀπέλεθρος
ἀπελήλυθα
ἀπεμέω
ἀπεμνήσαντο
ἀπενάσσατο
View word page
ἀπεκρέμασε

3 sing. aor. ἀποκρεμάννυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπεκρέμασε
Headword (normalized):
ἀπεκρέμασε
Headword (normalized/stripped):
απεκρεμασε
IDX:
1054
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1055
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἀποκρεμάννυμι.</p>'}