Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπειρέσιος
ἀπείρητος
ἀπείριτος
ἀπείρων
ἀπεκείρατο
ἀπεκλανθάνω
ἀπέκοψα
ἀπεκρέμασε
ἀπέκρυψε
ἀπέκταμεν
ἀπέκτανε
ἀπέκτατο
ἀπέκτεινε
ἀπέλεθρος
ἀπελήλυθα
ἀπεμέω
View word page
ἀπεκλανθάνω

[ἀπ-, ἀπο- 7 + ἐκ- 1.]

Redup. pl. aor. imp. mid. ἀπεκλελάθεσθε.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπεκλανθάνω
Headword (normalized):
ἀπεκλανθάνω
Headword (normalized/stripped):
απεκλανθανω
IDX:
1052
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1053
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 7 + ἐκ- 1.]</p> <p>Redup. pl. aor. imp. mid. ἀπεκλελάθεσθε.</p>'}