Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπέθηκε
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπειρέσιος
ἀπείρητος
ἀπείριτος
ἀπείρων
ἀπεκείρατο
ἀπεκλανθάνω
ἀπέκοψα
ἀπεκρέμασε
ἀπέκρυψε
ἀπέκταμεν
ἀπέκτανε
ἀπέκτατο
ἀπέκτεινε
ἀπέλεθρος
ἀπελήλυθα
View word page
ἀπεκείρατο
3 sing. aor. mid. ἀποκείρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπεκείρατο
Headword (normalized):
ἀπεκείρατο
Headword (normalized/stripped):
απεκειρατο
IDX:
1051
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1052
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. mid. ἀποκείρω.</p>'}