Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπέῃσι
ἀπέθηκε
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπειρέσιος
ἀπείρητος
ἀπείριτος
ἀπείρων
ἀπεκείρατο
ἀπεκλανθάνω
ἀπέκοψα
ἀπεκρέμασε
ἀπέκρυψε
ἀπέκταμεν
ἀπέκτανε
ἀπέκτατο
ἀπέκτεινε
ἀπέλεθρος
View word page
ἀπείρων

-ονος

[as ἀπείριτος.]

ShortDef

without experience, ignorant
boundless, endless, countless

Debugging

Headword:
ἀπείρων
Headword (normalized):
ἀπείρων
Headword (normalized/stripped):
απειρων
IDX:
1050
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1051
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος</p> <p>[as ἀπείριτος.]</p>'}