Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπέην
ἀπέῃσι
ἀπέθηκε
ἀπειλέω
ἀπειλή
ἀπειλητήρ
ἄπειμι
ἄπειμι
ἀπειρέσιος
ἀπείρητος
ἀπείριτος
ἀπείρων
ἀπεκείρατο
ἀπεκλανθάνω
ἀπέκοψα
ἀπεκρέμασε
ἀπέκρυψε
ἀπέκταμεν
ἀπέκτανε
ἀπέκτατο
ἀπέκτεινε
View word page
ἀπείριτος

[as ἀπειρέσιος.]

Boundless Od. 10.195.

ShortDef

boundless, immense

Debugging

Headword:
ἀπείριτος
Headword (normalized):
ἀπείριτος
Headword (normalized/stripped):
απειριτος
IDX:
1049
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1050
Key:

Data

{'content': '<p>[as ἀπειρέσιος.]</p> <p>Boundless Od. 10.195.</p>'}