Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγός
ἀγοστός
ἄγραυλος
ἀγρέω
ἄγρα
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἄγυια
ἄγυρις
View word page
ἀγροιώτης

-ου

[ἀγρός. Cf. ἀγρότης.]

ShortDef

a countryman

Debugging

Headword:
ἀγροιώτης
Headword (normalized):
ἀγροιώτης
Headword (normalized/stripped):
αγροιωτης
IDX:
104
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.105
Key:

Data

{'content': '<p>-ου</p> <p>[ἀγρός. Cf. ἀγρότης.]</p>'}