Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπαράσσω
ἀπαρέσκω
ἀπάρχω
ἅπας
ἄπαστος
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπατιμάω
ἀπαυράω
ἀπαφίσκω
ἀπέβη
ἀπεβήσετο
ἀπεδέξατο
ἀπέδρυφθεν
ἀπέδυσε
ἀπέδωκε
ἀπέειπον
ἀπέεργε
View word page
ἀπατιμάω

[ἀπ-, ἀπο- 7.]

To lay dishonour upon: Πηλεΐωνα Il. 13.113.

ShortDef

to dishonour greatly

Debugging

Headword:
ἀπατιμάω
Headword (normalized):
ἀπατιμάω
Headword (normalized/stripped):
απατιμαω
IDX:
1028
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1029
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 7.]</p> <p>To lay dishonour upon: Πηλεΐωνα Il. 13.113.</p>'}