Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπανήνασθαι
ἁπάντῃ
ἀπανύω
ἅπαξ
ἀπάξειν
ἀπαράσσω
ἀπαρέσκω
ἀπάρχω
ἅπας
ἄπαστος
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπατιμάω
ἀπαυράω
ἀπαφίσκω
ἀπέβη
ἀπεβήσετο
ἀπεδέξατο
View word page
ἀπατάω

[ἀπάτη.]

(ἐξ-)

ShortDef

to cheat, trick, outwit, beguile

Debugging

Headword:
ἀπατάω
Headword (normalized):
ἀπατάω
Headword (normalized/stripped):
απαταω
IDX:
1023
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1024
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπάτη.]</p> <p>(ἐξ-)</p>'}