Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπάνευθε
ἀπανήνασθαι
ἁπάντῃ
ἀπανύω
ἅπαξ
ἀπάξειν
ἀπαράσσω
ἀπαρέσκω
ἀπάρχω
ἅπας
ἄπαστος
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπατιμάω
ἀπαυράω
ἀπαφίσκω
ἀπέβη
ἀπεβήσετο
View word page
ἄπαστος

-ον

[ἀ-1 + πασ-, πατέομαι.]

ShortDef

not having eaten, fasting

Debugging

Headword:
ἄπαστος
Headword (normalized):
ἄπαστος
Headword (normalized/stripped):
απαστος
IDX:
1022
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1023
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀ-1 + πασ-, πατέομαι.]</p>'}