Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπαμείβομαι
ἀπαμύνω
ἀπαναίνομαι
ἀπάνευθε
ἀπανήνασθαι
ἁπάντῃ
ἀπανύω
ἅπαξ
ἀπάξειν
ἀπαράσσω
ἀπαρέσκω
ἀπάρχω
ἅπας
ἄπαστος
ἀπατάω
ἀπάτερθε
ἀπάτη
ἀπατήλιος
ἀπατηλός
ἀπατιμάω
ἀπαυράω
View word page
ἀπαρέσκω

[ἀπ-, ἀπο- 7.]

Aor. infin. mid. -1 ἀπαρέσσασθαι.

ShortDef

to be disagreeable to

Debugging

Headword:
ἀπαρέσκω
Headword (normalized):
ἀπαρέσκω
Headword (normalized/stripped):
απαρεσκω
IDX:
1019
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1020
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 7.]</p> <p>Aor. infin. mid. -1 ἀπαρέσσασθαι.</p>'}