Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγορά
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγός
ἀγοστός
ἄγραυλος
ἀγρέω
ἄγρα
ἄγριος
ἀγριόφωνος
ἀγρόθεν
ἀγροιώτης
ἀγρόμενοι
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγρότης
ἀγρώσσω
View word page
ἄγριος

-η, -ον and -ος, -ον

[ἀγρός.]

ShortDef

(living in the fields) wild, savage, harsh

Debugging

Headword:
ἄγριος
Headword (normalized):
ἄγριος
Headword (normalized/stripped):
αγριος
IDX:
101
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.102
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον and -ος, -ον</p> <p>[ἀγρός.]</p>'}