Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀπάλαλκον
ἀπάλαμνος
ἀπαλέξω
ἀπάλθομαι
ἀπαλοιάω
ἁπαλός
ἁπαλοτρεφής
ἀπαμάω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμύνω
ἀπαναίνομαι
ἀπάνευθε
ἀπανήνασθαι
ἁπάντῃ
ἀπανύω
ἅπαξ
ἀπάξειν
ἀπαράσσω
ἀπαρέσκω
ἀπάρχω
ἅπας
View word page
ἀπαναίνομαι

[ἀπ-, ἀπο- 7.]

3 pl. aor. ἀπηνήναντο Il. 6.185.

Infin. ἀπανήνασθαι Od. 10.297.

ShortDef

to disown, reject

Debugging

Headword:
ἀπαναίνομαι
Headword (normalized):
ἀπαναίνομαι
Headword (normalized/stripped):
απαναινομαι
IDX:
1011
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1012
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 7.]</p> <p>3 pl. aor. ἀπηνήναντο Il. 6.185.</p> <p>Infin. ἀπανήνασθαι Od. 10.297.</p>'}