Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαείρω
ἀπαίνυμαι
ἀπαΐσσω
ἀπαιτίζω
ἀπάλαλκον
ἀπάλαμνος
ἀπαλέξω
ἀπάλθομαι
ἀπαλοιάω
ἁπαλός
ἁπαλοτρεφής
ἀπαμάω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμύνω
ἀπαναίνομαι
ἀπάνευθε
ἀπανήνασθαι
ἁπάντῃ
ἀπανύω
View word page
ἀπαλοιάω
[ἀπ-, ἀπο- 7.]
To crush, break, sever: τένοντε καὶ ὀστέα Il. 4.522.
ShortDef
crush utterly
Debugging
Headword:
ἀπαλοιάω
Headword (normalized):
ἀπαλοιάω
Headword (normalized/stripped):
απαλοιαω
IDX:
1005
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1006
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 7.]</p> <p>To crush, break, sever: τένοντε καὶ ὀστέα Il. 4.522.</p>'}