Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀπαγγέλλω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαείρω
ἀπαίνυμαι
ἀπαΐσσω
ἀπαιτίζω
ἀπάλαλκον
ἀπάλαμνος
ἀπαλέξω
ἀπάλθομαι
ἀπαλοιάω
ἁπαλός
ἁπαλοτρεφής
ἀπαμάω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμύνω
ἀπαναίνομαι
ἀπάνευθε
ἀπανήνασθαι
ἁπάντῃ
View word page
ἀπάλθομαι
[ἀπ-, ἀπο- 7.]
2 and 3 dual fut. ἀπαλθήσεσθον.
ShortDef
be fully healed
Debugging
Headword:
ἀπάλθομαι
Headword (normalized):
ἀπάλθομαι
Headword (normalized/stripped):
απαλθομαι
IDX:
1004
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1005
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀπ-, ἀπο- 7.]</p> <p>2 and 3 dual fut. ἀπαλθήσεσθον.</p>'}