Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀοσσητήρ
ἄουτος
ἀπαγγέλλω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαείρω
ἀπαίνυμαι
ἀπαΐσσω
ἀπαιτίζω
ἀπάλαλκον
ἀπάλαμνος
ἀπαλέξω
ἀπάλθομαι
ἀπαλοιάω
ἁπαλός
ἁπαλοτρεφής
ἀπαμάω
ἀπαμείβομαι
ἀπαμύνω
ἀπαναίνομαι
ἀπάνευθε
View word page
ἀπάλαμνος
[ἀ-1 + παλάμη.]
ShortDef
without hands, helpless, good for naught
Debugging
Headword:
ἀπάλαμνος
Headword (normalized):
ἀπάλαμνος
Headword (normalized/stripped):
απαλαμνος
IDX:
1002
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1003
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀ-1 + παλάμη.]</p>'}