Οἱ μεγάλα ἔχοντες χείλη ἀσελγεῖς, οἷς δὲ μεῖζον τὸ ἄνω τοῦ κάτω, ἄψυχοι· οἷς δὲ ἔμπαλιν τοῦ ἄνω τὸ κάτω, 1. ante Οἱ titulus δειλοῦ (δηλοῦ PC) σημεῖα x ἄγαν] num ἄκροθεν, ut Pseudarist. p. 66, 2? δειλοί Ro δηλοί C δηλοῖ P ἀναίσθητοι Pseudarist. 2. τοὺς ὗς] τοὺς πιστοὺς αἴνω C, in marg. m τὰς αἶγας Petreius vertit: hoc ad caprarum genus refertur 3. ante Οἱ titulus ῥαθύμου (ῥαθυμοῦ P) σημεῖα in x ἄγαν βραχεῖαν] ἄγαν βραχὺ PC num ἄκραν παχεῖαν, ut Pseudarist. p. 64, 19? 4. βοῦς ἢ Rosius l. l. βούς. ᾒ C βοῦς. οἱ PRo βοῦς. οἱ κατὰ (τοὺς πλατυρύγχους τῶν ὀρνίθων) Sylb. πλατυρυγχους Sylb. πλατυρίγχους x 5. οἱ C et Rosius l. l. om. PRo ῥῖνα inser. Schneider et Rosius πρόγλωσσοι] πρόγλωσσος C 6. χῆνας Rosius ῥώ- νας x ὀνίσκους Franz cf. phys. lat. § 125 anser animal est — clamosum — naribus longis et directis 8. ὅσοις — 9 γινό- μενον] cf. Pseudarist. p. 66, 14 sq. 10. ἴδοι Sylb. ἴδη x 12. ἄγαν] ἄνγαν C 13. μικρόψυχοι scripsi coll. Pseudarist. p. 68, 4 ψυχροί x 14. πιθήκους] ἐπιθήκους C 15. ἄγαν — 16 πρόσωπον om. C 16. πιθήκους scripsi coll. Pseudarist. p. 68, 5, ut Petreius vertit: hoc praesertim ad simiarum na- turam refertur (cf. de Pol. phys. p. 26) ὄνους PRo 18. μεῖζον Ro μείζω PC 19. τοῦ] τῶ C ἐναντίον βλάκες. ὑώδεις δέ εἰσιν, οἷς τὰ κατὰ τοὺς κυνό- δοντας ἐπῆρται, οἷς δὲ τὰ κατὰ τοὺς τομεῖς, κυνώδεις. [p 306] Τῶν ἐρώντων ὑπάρχει σημεῖα τοιαῦτα· ὀφθαλ- μοὶ κοῖλοι οὐ δακρύοντες, φαινόμενοι δὲ ὡς ἂν ἡδονῆς πεπλη- σμένοι εἰσίν, κινεῖται δὲ αὐτοῖς καὶ τὰ βλέφαρα πυκνά, τῶν τοῦ σώματος μερῶν συμπιπτόντων μόνοις τοῖς ἐρῶσιν οὐ συμπίπτουσιν. πορνεία ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἐν μετεωρι- σμοῖς ὀφθαλμῶν καὶ ἐν τοῖς βλεφάροις γινώσκεται. [p. 307 Fr.] Γυναῖκες ἑταιρίστριαι, γυναικώδει φίλαν- δροι, ἀκάθαρτοι, αἷς αἱ κνῆμαι [p. 38] περὶ τὸ σφυρὸν παχεῖαι καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν μικρὸν ἀπεσχισμένοι, ὥσπερ τοῖς στε- 1. ὑώδεις scripsi coll. Pseudarist. p. 64, 12 sq. κυνόδοντες x κυνώδεις? Sylb. οἷς Ro οἱ PC τοὺς κυνόδοντας Schnei- der coll. Pseudarist. l. l. τῶν κυνοδόντων x 2. οἷς δὲ τὰ κατὰ τοὺς τομεῖς scripsi ἰώδεις (ἰ in αι corr. m C), εἰς δὲ τοὺς τομίας x εἰ δὲ εἰς τοὺς τομίας vel γρ. ὑώδεις Vulcan ἐπῆρται ὑώδεις, οἷς δὲ κατὰ τοὺς τομίας? Schneider κυνώδεις scripsi κοινώδεις PC κιναίδοι Ro κίναιδοι Sylb. ad cinedorum vitium declinant Petr. 3. Τῶν ἐρώντων — 7 συμπίπτουσιν] sumpta. sunt ex Oribasio Syn. VIII, 9 vel Paulo Aegin. III, 17 παρα- κολουθεῖ δὲ τοῖς ἐρῶσι τάδε· ὀφθαλμοὶ κοῖλοι καὶ οὐ δακρύουσι, φαινόμενοι δὲ ὡσὰν ἡδονῆς πεπληρωμένοι εἰσίν, κινεῖται δὲ αὐτοῖς καὶ τὰ βλέφαρα θαμινά, τῶν τε ἄλλων τοῦ σώματος μερῶν συμπιπτόντων οὗτοι μόνοι τοῖς ἐρῶσιν οὐ συμπίπτουσιν. τῶν ἐρώντων scripsi e C τῷ ἐρῶντι PRo σημεῖα τοιαῦτα scripsi e PC τοιαῦτα σημεῖα Ro 4. πεπλησμένοι C (et Sylb.) πε- πλασμένοι PRo 5. εἰσίν] εἶεν Sylb. κινεῖται Ro κινεῖ P κοινοῖται C 7. πορνεία — 8 γινώσκεται sumpta sunt ex Ies. Sirac. 26, 9 πορνεία γυναικὸς ἐν μετεωρισμοῖς ὀφθαλμῶν καὶ ἐν τοῖς βλεφάροις αὐτῆς γνωσθήσεται cf. Clem. Alex. Paed. III, 11, 70 μετεωρισμοῖς] μετεωρισμένοις C 8. inter γινώσκεται et 9 γυναῖκες sequitur in x c. 82 ταῦτα — ἐπιστήμην ═ p. 425, 8 sq. 9. Γυναῖκες ἑταιρίστριαι (ἐπερίστριαι C) tituli loco x γυναικώδεις] γυναικόδεις C γυναῖκες Schneider φίλανδροι Schneider φιλάνδριοι x 10. περὶ scripsi coll. Pseudarist. p. 30, 7 et Suid. s. v. μισήτη, ubi falso παρά legitur (Arist. Byz. p. 169 Nauck) πρὸς x 11. μικρὸν] μικρῶνὸ C στεγανόποσι Vulcan. et Struv. στενόποσι PRo στενόμασιπο C γανόποσι τῶν ὀρνίθων, καὶ αἷς σκαφοειδὴς ὁ περίδρομος τῆς κεφαλῆς. [ p.309] Οἱ στενόποδες ἠλίθιοι, δειλοί οἱ δὲ μὴ ἔχοντες τὸ [p. 310] ἐντὸς κοῖλον τοῦ ποδός, ἀλλʼ ὅλῳ βαίνοντες παν- οῦργοι, ὥσπερ καὶ τὴν ἀλώπεκα λόγος ἔχει. Οἱ βραχυδάκτυλοι καὶ παχυδάκτυλοι χειρῶν τε καὶ ποδῶν ἠλίθιοι· πάντως δὲ οὐ τούτους ὑπολαμβάνειν τοῦτο, ἀλλὰ εἰ σῶμα μήτε βραχεῖς μήτε παχεῖς ὦσιν, ἀμέλει [δὲ] οὕτως ὑπολαμβάνειν. οἱ συμπεφυκότας τοὺς δακτύλους ἔχον- τες δειμαλέοι, ὥσπερ καὶ οἱ κύνες εἰσίν. 1. αἷς σκαφοειδὴς ὁ περίδρομος Sylb. et Vulcan, nisi quod hic σκαφιόδης praebet οἱ σκαφοειδεῖς ὥσπερ περίδρομος x 2. inter κεφαλῆς et οἱ στενόποδες sequitur in x cap. 84 περὶ εὐ- νούχων p. 351, 14 sq. 3. ante Οἱ στενόποδες titulus in x περὶ τελμάτων, quod Sylb. et Vulcan. in πελμάτων correxerunt 4. τὸ ἐντὸς κοῖλον scripsi coll. Ar. hist. an. I, 15 p. 494a 16 τοῦ δὲ ποδὸς ὅσοις τὸ ἐντὸς παχὺ καὶ μὴ κοῖλον, ἀλλὰ βαί- νουσιν ὅλῳ, πανοῦργοι τὸν ἀντίκοιλον x ceterum cf. p.356, 19sq. ὅλῳ] ὅλῳ τῷ ποδὶ Schneider 6. παχυδάκτυλοι] παχυ- δάκτυλοι C 7. ἠλίθιοι| οἱλίθιοι P οὐ τούτους] verba sunt corrupta οὐχ οὕτως Sylb. τοῦτο] οὕτως? 8. ἀλλὰ] ἀλλʼ Ro εἰ inser. Ro ἢν Schneider σῶμα] σώματι Schneider δὲ uncis inclusi cum Vulcanio 9. ὑπολαμβάνειν scripsi ὑπολαμβάνων x ὑπολαμβάνων ἔσῃ Vulcan. 10. δειμαλέοι scripsi coll. Pseudarist. p. 54, 9 δείλεοι PC δειλοὶ Ro καὶ om. Ro post εἰσίν x Τέλος