δ]εισιδαιμονία, λύπη, φόβος, φιλαργυρία· ταῦτα γ(ὰρ) ἐν κεινήσει· * κάρος δὲ καὶ λήθαργος ἐν σχέσει. * * σωματικὰ δὲ [π]υρετός — προηγούμενον μ(ὲν) πάθος [τ]οῦ σώματος, κατ’ ἐπακολούθημα[ι] [τ]ῆς ψυχῆς —, μανία ὁμοίως· καὶ τα ἐν κινήσει τὰ πάθη. * * ἐν σχέσ[ει] δὲ παράλυσις, κάρος, τὰ παραπλη[σι]α· οὕτω μ(ὲν) δὴ χρηστέον τῶι ὅρωι [ἐπὶ] [ἁπάν]τω[ν]. * τῶν δὲ παθῶν [τὰ [χικά, τ]ὰ δὲ σωματικά. χρὴ δὲ [ὅτι τὰ μὲ]ν σωματικὰ πάθη [. . . . . . . ]να καὶ περὶ τὴν ζ[ωτικὴν] [. . . . . . . ]ασται. ὡς ὁμοίως ὁμοίως δ[ὲ . . .] II [. .] περι[. . . . . . ] τοῖς σώμασιν, ὥστε [. .] ἰδίας [. . . . . ] άσθαι ταῦτα τήv τε [ζω]τικ[ὴν καὶ] τὴν ἐν τοῖ<ς> [οὖσαν] ψυχι[κήν. ψυ]χικὸν δ’ (εἶναι) τ[οιο]ῦτο· διάθεσιν ψυχῆς κα]τὰ κείνη- σι[ν] ἢ σχέσιν· καὶ γὰρ ἡ ψυχὴ δύναμίς (ἐστιν). λέ[γ]εται δὲ ψυχ[ὴ] τριχῶς· ἥ τε ὅλη κα[ὶ] τὸ μέρο[ς τὸ λογιστικὸν] καὶ αὐτὴ ἡ ἐν[τ]ρέχεια. [ἀλλ' ἐπὶ ἐκεῖνα ἴωμ(εν)] νῦν· ὅταν I 21—22 K 39 ουτωι P 42 sqq. sensum talem divino: ἀπὸ τοῦ καὶ περὶ τὴν ζωτικὴν δύ(ναμιν) (εἶναι) κ(ατ)ωνόμασται· ὡς ὁμοίως δὲ ψυχικὰ τὰ περὶ ὑ(πάρχοντα) τοῖς σώμασιν, ὥστε δυ(νάμεις) ἰδίας κ(ατ)ωνομάσθαι ταῦτα τήν τε ζωτικήν κτλ. II λέ[γ]ωμεν συ[νίσ]τασθαι [κ(ατὰ)] τὴν πά[θ]η, περὶ τ[ὴν] ὅλην λέ[γομ](εν) καὶ περὶ τὸ [μ]έρος αὐτ[ῆ]ς τὸ λογισ[τι]κόν. * τ(ῶν) ψυχ[ικ]ῶν παθ[ῶ]ν ἃ μ(έν) (ἐστιν) [κ(ατὰ) φ]ὐσιν, παρὰ φ[ύ]σιν. παρ[ὰ] φύσιν μ(ὲν) [δι]αθετικὸν ψυχῆς κτὰ κείνησιν [ἢ σ]χέσιν φύσιν, κατὰ φ[ύ]σιν δὲ δια[θε]τικὸν ψυχῆς