1. 2. = Stob. (C) 4. 7. 3. Φίλον ἐκεῖνον νόμιζε ὅστις [σ]αὐτόν σε ἀλλὰ μὴ τὰ περί σε ἀγαπᾷ. Max. 6. 4. βέλτιον πολλὰ χρήματα ἀπολέσαντα ἕνα φίλον κτήσασθαι ἢ ἕνα φίλον ἀπολέσαντα πολλὰ χρήματα κτήσασθαι. Max. 6. 5. = Stob. Vat. (D) 8. 6. Τὸ μὲν εἰς ἀχάριστον ἀναλῶσαι ἐπιζήμιον, τὸ δὲ εἰς εὐχάριστον μὴ ἀναλῶσαι βλαβερόν. Max. 8.