10. E. Or. 17, 23 ἀϲτεροπή. ϲτρέφω ϲτρεπτή κατ’ ἀποβολὴν τοῦ καὶ ἐπένθεϲιν τοῦ ο ϲτεροπή καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ α ἀϲτεροπή. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῷ περὶ παθῶν. 8a. ἁραιόϲ: παρὰ τὸ ῥαίω τὸ φθείρω γίνεται ῥαιόϲ καὶ πλεοναϲμῷ τοῦ α ἁραιόϲ μετελθούϲηϲ τῆϲ δαϲείαϲ τοῦ ρ εἰϲ τὸ α ὡϲ καὶ ἐπὶ τοῦ ῥέζω ρδω. οὕτωϲ Ἡρωδιανὸϲ ἐν τῇ καθόλου. E.M. 134, 17. ad fr. 7. St. B. 102, 16: Ἀπαιϲόϲ, πόλιϲ κατὰ τὴν Τρωάδα. Ὅμηροϲ «οἵ τ’ Ἀδρήϲτειάν τ’ εἶχον καὶ δῆμον Ἀλπαιϲοῦα» καὶ δίχα τοῦ α «ὅϲ ῥ’ ἐνὶ Παιϲῷ ναῖε πολυκτήμων» ὡϲ ἄρ’ Ἄταρνα πόλιϲ καὶ Τάρνα. μηρὸϲ «ὃϲ ἐκ Τάρνηϲ ἐριβώλακοϲα» (Ιl. Ε 44), ad quem locum Mein. adnotat Τάρνα non eandem urbem esse atque Αταρνα cf. Lob. El. I 25. ad fr. *8. Hoc fragmentum Herodianeum esse apparet ex St. B. s. Ἀρύπη· Ἀρύπη πόλιϲ [ἐν Αἰγύπτῳ, quod Mein. iure delendum censet] ἧϲ οἱ πολῖται Ἄρυπεϲ ὡϲ Ἡρωδιανόϲ et Theogn. 98: εἰϲ υψ ϲπάνια Κίνυψ ὁ λιμήν, Χάλυψ, Αρυψ οἱ μέχρι Ἰϲθμοῦ, ὅπερ καὶ μονοϲυλλάβωϲ λέγεται. ad fr. 9. pro Ϲπληδόνα l. 11 scripsi Ἀϲπληδόνα ex Eustath. 272, 23 coll. St. B. 135, 9: Ἀϲπληδών πόλιϲ Φωκίδοϲ. Παυϲανίαϲ ἐνάτῳ. ἀπὸ Ἀϲπληδόνοϲ υἱοῦ νύμφηϲ Μιδείαϲ καὶ Ποϲειδῶνοϲ. —γράφεται καὶ χωρὶϲ τοῦ α, ἀλλ’ οὐ παρ’ μήρῳ. Pro φηϲιν Ἀϲκληπιάδην οὕτω λέγειν duce Lehrsio, qui Anall. p. 429 in corrupto Ἀϲκληπιάδην latere Ἀϲπληδόνα vidit, scripsi Ἀϲπληδόνα — εὑρέθη, cui similis dictio occurrit in Π. Pr, ε 887 : ἡ κλίϲιϲ αὐτοῦ ἰϲοϲύλλαβοϲ εὑρέθη. ad fr.10. In Ε. Οr. sic scriptum est: ἀϲτεροπή ὅπτω ὀπτή ἀϲτεροπτὴ· κατ’ ἀποβολὴν τοῦ τ ἀϲτεροπή, quod ex eiusmodi adnotamento, quod supposui, pe versum esse arbitror. Certe ex Π. Pr, Θ 178 cognitum habemus ἀϲτεροπή pe pleonasmum vocalis α ex ϲτεροπή repetivisse Herodianum. Quamquam negari non debet eum in Catholica aliter iudicasse, nam Arcad. 102, 20: τὸ ἀϲτεροπή ὀξύνεται ὡϲ ϲύνθετον παρὰ τὸ ὅπα καὶ ἀϲτήρ tradit. Quare etiam nostro loco quis sic sententiam processisse arbitretur: ἀϲτεροπή. παρὰ τὸ ὄπτω ὀπτή καὶ ἀϲτήρ ἀϲτεροπτὴ· κατ’ ἀποβολὴν τοῦ τ ἀϲτεροπὴ; sed prius praeoptandum cen sui, praesertim quum Lobeckius in El. I 15 not. 4 alterum Herodiano indignum iudicet. 11. E. Gud. 87, 52, Zon. 3, 16: ἀϲφάραγοϲ ὁ λεγόμενοϲ φάρυγξ. εἴρηται ἄνευ τοῦ α ϲφάραγοϲ παρὰ τὸ ϲφαραγεῖν, ὅ ἐϲτιν ἠχεῖν, δι’ αὐτοῦ γὰρ ἡ φωνὴ φέρεται. Ἡρόδικοϲ δέ φηϲι πλεοναϲμῷ τοῦ α καὶ. τοῦ ϲ εἶναι ἀϲφάραγον ἀντὶ τοῦ φάρυγγα. Πτολεμαῖοϲ δὲ ὅτι οἱονεὶ ἀϲπαίρει. ἄλλοι δὲ διὰ τὸ μὴ ϲπᾶϲθαι ἀϲπάραγον καὶ ἀϲφάραγον. κερατώδη γὰρ εἶναι. οἱ δὲ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ α ἀϲφάραγον τὸν φέροντα τὴν φωνήν. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ· παρὰ ϲφάραγοϲ πλεοναϲμῷ τοῦ α ἀϲφάραγον τὸν βρόχθον. 12. E. M. 385, 9 ἐϲύνηκεν. Ἀλκαῖοϲ ἐϲύνηκε καὶ Ἀνακρέων ἐξύνηκε πλεοναϲμῷ. οὐκ ἔϲτι δὲ πλεοναϲμόϲ, ἀλλ’ Ἀττικὴ κλίϲιϲ ὥϲπερ παροινῶ πεπαρψνηκα καὶ ἐνοχλῶ ἠνώχληκα καὶ παρηνώχληκα. 11a. ἀφλοιϲμόϲ: ἔνιοι αὐτὸ παρὰ τὸ ἀφριϲμόϲ μεταβολῆϲ γενομένηϲ τοῦ ρ εἰϲ λ καὶ πλεονάϲαντοϲ τοῦ ο. οἱ δὲ παρὰ τὸ φλέω καὶ φλύω φλοιϲμόϲ καὶ ἀφλοιϲμόϲ ἐν πλεοναϲμῷ τοῦ α. διὸ οὐ δεόντωϲ ὁ Τυραννίων προπαροξύνει. Π. Pr. Ο 607.