ὀνειροπόλος NOUN

Count: 30

ShortDef

interpreter of dreams

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὀνειροπόλος)
LSJ (ὀνειροπόλος)
Cunliffe (Lex Entries) (ὀνειροπόλος)
Middle Liddell (ὀνειροπόλος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ὀνειρόπολος (NOUN) 3
ὀνειροπόλος (ADJ) 6
ὁνειροπόλος (ADJ) 1
όνειροπόλος (NOUN) 1
ὀνειρόπολος (VERB) 1
ὀνειρόπολος (ADJ) 1

Form List

form parse count
ὀνειροπόλος NOM.SG MASC 3
ὀνειροπόλοϲ NOM.SG MASC 3
Ὀνειροπόλοϲ NOM.SG MASC 1
ὀνειροπόλον ACC.SG MASC 17
ὀνειροπόλοι NOM.PL MASC 1
ὀνειροπόλους ACC.PL MASC 3
ὀνειροπόλουϲ ACC.PL MASC 1
ὀνειροπλέων GEN.PL MASC 1