ἀκατάληκτος ADJ

Count: 303

ShortDef

incessant

Dictionaries

LSJ (ἀκατάληκτος)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

ἀκατάληκτος (ADV) 10
ἀκατάληκτος (VERB) 1
ἀκαταλήκτος (ADJ) 1

Form List

form parse count
ἀκατάληκτος NOM.SG MASC 7
ἀκατάληκτός NOM.SG MASC 2
ἀκατάληκτον ACC.SG MASC 6
ἀκαταλήκτῳ DAT.SG MASC 1
ἀκατάληκτοι NOM.PL MASC 5
ἀκαταλήκτων GEN.PL MASC 13
ἀκαταλήκτοις DAT.PL MASC 2
ἀκατάληκτος NOM.SG FEM 1
ἀκαταλήκτων NOM.SG FEM 1
ἀκατάληκτον ACC.SG FEM 2
ἀκαταλήκτους ACC.PL FEM 1
ἀκαταλήκτων GEN.PL FEM 1
ἀκαταλήκτοις DAT.PL FEM 4
ἀκατάληκτον NOM.SG NEUT 223
ἀκατάληκτόν NOM.SG NEUT 6
ἀκατάληκτον ACC.SG NEUT 9
ἀκατάληκτα NOM.PL NEUT 12
Ἀκατάληκτα NOM.PL NEUT 1
ἀκατάληκτα ACC.PL NEUT 2
ἀκαταλήκτων GEN.PL NEUT 3
ἀκαταλήκτοις DAT.PL NEUT 1