περιφέρεια NOUN

Count: 3,577

ShortDef

the line round a circular body, a periphery, circumference

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιφέρεια)
LSJ (περιφέρεια)
Middle Liddell (περιφέρεια)

Other Lemmas (only diacritic or part-of-speech differences)

περιφέρεια (ADV) 1
περιφέρεια (ADJ) 3
περιφέρεια (VERB) 1

Form List

form parse count
περιφέρειαν ACC.SG MASC 1
περιφέρεια NOM.SG FEM 1,088
περιφέρειά NOM.SG FEM 12
περιφερεία NOM.SG FEM 1
περιεφέρεια NOM.SG FEM 1
περιφέρειαν ACC.SG FEM 817
περιφέρειάν ACC.SG FEM 10
περιφέρεια ACC.SG FEM 3
περιφερείαν ACC.SG FEM 1
περιφερεία ACC.SG FEM 1
περιφερείας GEN.SG FEM 754
περιφέρεια GEN.SG FEM 5
περιφερείαϲ GEN.SG FEM 3
περιφερείᾳ DAT.SG FEM 306
περιφέρειαι DAT.SG FEM 7
περιφερείαι DAT.SG FEM 3
περιφερείῃ DAT.SG FEM 2
περιφερεία DAT.SG FEM 1
περιφέρεια VOC.SG FEM 1
περιφέρειαι NOM.PL FEM 191
περιφέρειαί NOM.PL FEM 3
περιφερείας ACC.PL FEM 137
περιφερειῶν GEN.PL FEM 192
περιφερείαις DAT.PL FEM 36
περιφέρεια ACC.PL NEUT 1