κατήγοροϲ

Count: 3

NOM.SG MASC κατήγορος NOUN an accuser

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κατήγοροϲ NOM.SG MASC κατήγορος ADJ 4

Other Forms With Same Analysis

κατήγορος NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 80
κατήγορός NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 2
κατγόρους NOM.SG MASC κατήγορος NOUN 1