ἐπιμελητής

Count: 11

NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN one who has charge of

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

ἐπιμελητὴς NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 36
ἐπιμελητήϲ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 4
ἐπιμελητὴϲ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 2
ἘΠΙΜΕΛΗΤΗΣ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 2
Ἐπιμελητὰϲ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 1
Ἐπιμελητὴϲ NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 1
ἐπιμελητὰς NOM.SG MASC ἐπιμελητής NOUN 1