ὡρικός
in one's prime, youthful, blooming
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὡρικός)
LSJ
(ὡρικός)
Short Defs
(ὡρικός)
Middle Liddell
(ὡρικός)
Morphological Data
ὡρικός
ADJ
ὡρικός
ADV