ὑφηνιοχέω

to be a ὑφηνίοχος

Dictionaries

LSJ (ὑφηνιοχέω)
Short Defs (ὑφηνιοχέω)
Middle Liddell (ὑφηνιοχέω)

Morphological Data

ὑφηνιοχέω VERB