ὑπομαλακίζομαι

to grow cowardly by degrees

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὑπομαλακίζομαι)
LSJ (ὑπομαλακίζομαι)
Short Defs (ὑπομαλακίζομαι)

Morphological Data

ὑπομαλακίζομαι VERB