ὑπολαμβάνω
take up; understand, interpret; assume; reply, rejoin
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὑπολαμβάνω)
LSJ
(ὑπολαμβάνω)
Short Defs
(ὑπολαμβάνω)
Lexicon Thucydideum
(ὑπολαμβάνω)
Morphological Data
ὑπολαμβάνω
VERB
ὑπολαμβάνω
ADJ