ὑποθερμαίνω
to heat a little
Dictionaries
LSJ
(ὑποθερμαίνω)
Short Defs
(ὑποθερμαίνω)
Cunliffe (Lex Entries)
(ὑποθερμαίνω)
Morphological Data
ὑποθερμαίνω
VERB