ὑπερλαμπρύνομαι

to make a splendid show: to shew great eagerness

Dictionaries

LSJ (ὑπερλαμπρύνομαι)
Short Defs (ὑπερλαμπρύνομαι)

Morphological Data

ὑπερλαμπρύνομαι VERB