ὑπερευδαιμονέω

to be exceeding happy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὑπερευδαιμονέω)
LSJ (ὑπερευδαιμονέω)
Short Defs (ὑπερευδαιμονέω)

Morphological Data

ὑπερευδαιμονέω VERB