ὑπερεκχύνομαι
to run over (LSJ ὑπερεκχέω)
Dictionaries
Short Defs
(ὑπερεκχύνομαι)
Middle Liddell
(ὑπερεκχύνομαι)
Morphological Data
ὑπερεκχύνομαι
VERB