ὑπερεκπλήσσω

to frighten beyond measure

Dictionaries

LSJ (ὑπερεκπλήσσω)
Short Defs (ὑπερεκπλήσσω)
Middle Liddell (ὑπερεκπλήσσω)

Morphological Data

ὑπερεκπλήσσω VERB