ὑπερδειμαίνω
to be much afraid of
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὑπερδειμαίνω)
LSJ
(ὑπερδειμαίνω)
Short Defs
(ὑπερδειμαίνω)
Morphological Data
ὑπερδειμαίνω
VERB