ὑπερασπάζομαι

to be exceeding fond of

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὑπερασπάζομαι)
LSJ (ὑπερασπάζομαι)
Short Defs (ὑπερασπάζομαι)

Morphological Data

ὑπερασπάζομαι VERB