ὑπεραισχύνομαι

to feel much ashamed

Dictionaries

LSJ (ὑπεραισχύνομαι)
Short Defs (ὑπεραισχύνομαι)
Middle Liddell (ὑπεραισχύνομαι)

Morphological Data

ὑπεραισχύνομαι VERB