ὑπερίσχω
to be above, to prevail over
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὑπερίσχω)
LSJ
(ὑπερίσχω)
Short Defs
(ὑπερίσχω)
Middle Liddell
(ὑπερίσχω)
Morphological Data
ὑπερίσχω
VERB