ὑπερήφανος
overweening, arrogant, haughty
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὑπερήφανος)
LSJ
(ὑπερήφανος)
Short Defs
(ὑπερήφανος)
Morphological Data
ὑπερήφανος
ADJ
ὑπερήφανος
ADV