ὑπεράχθομαι
to be exceedingly grieved at
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ὑπεράχθομαι)
LSJ
(ὑπεράχθομαι)
Short Defs
(ὑπεράχθομαι)
Morphological Data
ὑπεράχθομαι
VERB