ὑπεξανάγομαι

to put out to sea secretly

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ὑπεξανάγομαι)
LSJ (ὑπεξανάγομαι)
Short Defs (ὑπεξανάγομαι)
Lexicon Thucydideum (ὑπεξανάγομαι)
Middle Liddell (ὑπεξανάγομαι)

Morphological Data

ὑπεξανάγομαι VERB